***
Βιντεάκια της μπάρας, του τότε blog
***
https://www.youtube.com/watch?v=vnhuxghbwcg&feature=emb_logo
sabbato 19-6-10 xnaria1 015.avi
***
ΠΟΙΗΣΗ 7
***
***
Βιντεάκια της μπάρας, του τότε blog
***
https://www.youtube.com/watch?v=vnhuxghbwcg&feature=emb_logo
***
***
***
***
Μάγια Μποντζώρλου :
γεννήθηκε στο Βόλο, είναι Μαθηματικός κι εργάζεται στην Εθνική Τράπεζα.
Ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά στην Ελλάδα και Αυστραλία.
Μεταφράσεις της λογοτεχνικών κειμένων και δοκίμια έχουν δημοσιευτεί σε βιβλία και λογοτεχνικά περιοδικά. Το ποιητικό της έργο παρουσιάστηκε από το Δήμο Βόλου και την Κρατική Ραδιοφωνία.
Ποιητικές συλλογές :
Πειρασμός>>
Φρέγια>>
Όνειρο>>
Φεγγαρόφωτο>>.
Θεατρικά έργα
Το σπίτι με τ’ αστέρια>>
Ανεμώνες του Σεπτέμβρη>>
Το Τριαντάφυλλο του Νότου>>
Μποέμ>>.
Θεατρικά μονόπρακτα
Η χήρα>>
Η Γκούτση>>
Απ’ τα μεσάνυχτα ως το ξημέρωμα>>
Η κυρία Τάνια>>
Η κουτσομπόλα>>
Sexobabas
<αρπάγκος>>.
Μυθιστορήματα
Το τριαντάφυλλο του Νότου>>
Ταραντούλα>>
Ουράνιο Τόξο>>
Τζορντάνο>>.
Α Βραβείο στο Διαγωνισμό Θεατρικού Μονόπρακτου 2009 του Λογοτεχνικού Περιοδικού ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
(Μελβούρνη Αυστραλίας),
Β Βραβείο στο Διαγωνισμό Ποίησης 2009 του Λογοτεχνικού Περιοδικού ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ (Μελβούρνη Αυστραλίας)
Ποιήματά της συμπεριλαμβάνονται στην Ανθολογία Σύγχρονων Νεοελλήνων Ποιητών 2009 από τις εκδόσεις Μαλλιάρης – Παιδεία που παρουσιάστηκε στον Πολυχώρο Μαλλιάρη στις 30.11.2009 στη Θεσσαλονίκη.
***
Νύχτα στην πόλη
Πένθιμο σκοτάδι στης νύχτας την πόλη
κι η ζωή σε χρόνο αόριστο
αιωρούμενη στο μπορεί και το δήθεν.
Λάμπες από νέον φωτίζουν τα όνειρά μας.
Συνωστισμένοι στα μπαρ
σκοτώνουμε το χρόνο
που σκορπάει
σαν τον καπνό του Marlboro
που αγαπάς να καπνίζεις.
Μέσα σε καταρρέοντες κόσμους
κουβέντες ανούσιες,
εφήμεροι έρωτες,
ντραμπούι με πάγο
ή πίνα κολάντα
πες πως είσαι στην Κούβα
διέξοδοι για τ’ αδιέξοδα που φοβάσαι
όταν η ζωή σου κολλάει
όπως οι δείκτες σε χαλασμένο ρολόι.
Κάποιοι στη γωνία βλέπουν ποδόσφαιρο,
σε μια τριανταδιάρα SONY,
ημίχρονα ζωής που ξοδεύεται
κυνηγώντας μια μπάλα.
Τη βρίσκεις με το ποδόσφαιρο.
Τουλάχιστον με το γκολ
έχεις κάτι να περιμένεις
σε χρόνο ενεστώτα.
***
Aιγαιοπελαγίτικο
Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"
Πέρ' απ' τα ήσυχα ακρογιάλια της Μεσόγειος,
πάν' από κλήματα τ' Αυγούστου ιδρωμένα
πέταξες,
σ' ουρανούς ασυννέφιαστους,
στη γη της Επαγγελίας.
Πουλιά λευκά σ' ακολουθούν.
Αγέρας,
γεμάτος αρμύρα κι υποσχέσεις,
σε χτυπάει,
μπάτης θαλασσινός
από τη γη τ' Ατρέα.
Κι εσύ,
Θεός της θάλασσας ατάραχος,
το βλέμμα στρέφεις
στων Αχαιών τη χώρα.
Πέταγμα γλάρων γοργοφτέρουγων
παν' απ' το κύμα.
Όστρακα γυαλίζουν στο στήθος της Σαλώμης
που σε καλεί απανωθέ της.
Φίλντισι τα χέρια,
φύκια τα μαλλιά,
κοράλι για τα χείλη.
Χορός του πέλαγου
για σένα και για μένα.
Τ' όνειρο γίνηκε θάλασσα
κι ήλιος που πελεκάει τις σάρκες,
σπίτια λευκά
κι άνεμος
να φουσκώνει τις αναστάτωσες.
Ανεμώνες λυγερόκορμες
χορεύουν στου ορίζοντα τα βάθη.
Κόκκινο της ζωής,
πράσινο του πελάγους
και χρυσαφένιο του ήλιου.
Γοργόνες σφυρίζουν στα καράβια
και τα δελφίνια να ερωτεύονται τη θάλασσα.
Γαλάζιο τ' ουρανού,
μαβί για το ξημέρωμα.
Κι εγώ να καρτεράω
με τα μαλλιά λιτά στον άνεμο
αντένες καραβιών τρικάταρτων.
Τέλος δεν έχει η προσμονή,
άκρη δεν έχει η θάλασσα.
Κοχύλια οι Τρίτωνες μου κρεμάγαν στο λαιμό.
Η μέρα σφύριξε πέντε
βαπόρι που αχνοχάνεται στο βάθος.
Κι εγώ απ' το βυθό
αστερίες να μαζεύω
καταμεσής στο πέλαγος.
Μάτια γεμάτα θαλασσινή άρμη
με προστάζουν,
μάτια του χαμού
μ' ορίζουν
κι εσύ Αϊ Γιώργης
καβάλα σ' άσπρο άλογο.
Μπαλάντα στον ιδανικό εραστή
Από την ποιητική συλλογή "Φρέγια"
Χελιδόνια του Μαρτιού να σκίζουν ουρανούς κόκκινους
κι εγώ τις νύχτες ν' αφουγκράζομαι το βογκητό των άστρων.
Κι εσύ στα μάτια να κρατάς αβεβαιότητα.
Οι χούφτες σου γεμάτες απ’ το τελευταίο χιόνι του χειμώνα
Το άγγιγμά σου ανατριχίλα γης νωπής κάποιου Μαγιάτικου
απόβροχου.
Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.
Άλογα λευκά με φτερά μολυβένια
κινάνε αγκομαχώντας για τη Δύση.
Άμποτε να γινόμουν κουρνιαχτός κάτω απ’ τα πόδια τους.
Μια γεύση λησμονιάς πλανιέται τούτο το απόβραδο.
Φουσκώνουν τα κύματα της Ατλαντίδας εκεί,
στα μακρινά του ορίζοντα τα βάθη.
Κι έγινε το βλέμμα σου φεγγάρι τ' Αυγούστου
να φωτίζει της ψυχής μου τα ξέφωτα.
Κι έγινε η ανάσα σου αγέρας ζεστός
που αναστατώνει τα στάχυα.
Ο θάνατος με χαιρετάει πίσω απ' τις σφαλισμένες γρίλιες.
Τ' όνειρο το 'χασα κάποια βραδιά που φύσαγε μέσα στην πόλη.
Τ' όνειρο φάνηκε στα πράσινα κύματα που σπάζουν μες στα μάτια σου.
Ταγκό του πάθους Αργεντίνικο.
Το τόξο του φεγγαριού
σημάδεψε τον έρωτα,
διαπέρασε την Πούλια,
ξεχύθηκε στο Γαλαξία
και τρύπησε την καρδιά μου.
Ματωμένες μπιγκόνιες λυγίζουν
στο βογκητό του σκοταδιού.
Κι εσύ, με της γάτας το πάτημα,
απλώνεις τα εαρινά όνειρα,
καρβέλια ψωμί,
στο τραπέζι της νύχτας.
Εραστής των κυμάτων
και των Φθινοπωρινών αναμνήσεων,
λυτρωτής των ραγισμένων στιγμών,
εξομολογητής του Έσπερου.
Κομματιασμένα δευτερόλεπτα
σπάζουν ολόγυρά σου
καθώς βαδίζεις στητός
στο δρόμο για το θάνατο.
Αντέστε να φέρετε την άνοιξη
που κρύφτηκε στην παγωνιά.
Αντέστε να μαζέψετε τον ήλιο
που σκόρπισε στη θάλασσα.
Αντέστε στη γη της ανεμώνας,
μαζέψτε τις αναμνήσεις
απ’ τις δροσοσταλίδες,
κεντήστε την προσμονή
με τα όνειρα,
έστω κι αν η μέρα της χίμαιρας
ξημερώσει μακριά μας.
Δάκρια πουλιά
οι θύμισες του έρωτα
θα ξεχυθούν στις στείρες αγκαλιές
και θ’ αναστήσουν το σώμα που κοιμάται,
μέσα απ’ τα μάτια,
μέσα απ’ τις αβέβαιες στιγμές,
μέσα απ’ τα σφαλισμένα χείλη…
Οι μέρες, που κράτησαν τον άνεμο,
διαβήκαν.
Μέρες που ' χαν για μάτια
κοχύλια άσπρα,
όμοιες πουλιά,
που χάθηκαν σε μακρινό ουρανό.
Μέρες απ' τον αφρό της λησμονιάς φτιαγμένες,
της ηδονής και της χίμαιρας.
Τον έρωτα τον γεύτηκα
μέσα σ' όστρακο πράσινο
στο χρώμα της θάλασσας,
κάθε που σκάλιζα οράματα
στα πέλαγα που με ζώναν.
Γούβες έκαν' η μοναξιά
μες στην ψυχή μου
και μέσα χάντρα, το μάτι της θύελλας.
Κι ύστερα ήρθες,
μαζί με τη νύχτα.
Μπαλάντες του χαμού
με πήγαν σε κόσμους άγνωστους.
Μπαλάντες του αλαργινού
μου όρισαν το δρόμο.
Έσταξ’ η νύχτα έρωτα
μέσ’ απ' των αστεριών τις ασημένιες κόχες.
Κι εγώ με φεγγαρόφωτο έκλεινα
τις χαραμάδες του κορμιού σου.
Όνειρα του γιασεμιού και του ίμερου
με κύκλωσαν.
Τι είναι τ' αληθινό και τι είναι ψεύτικο;
Όσο κι αν έψαξα δε βρήκα.
Μόνο τη γεύση κράτησα
από την αχλή των στιγμών
και τ' αστέρι τριαντάφυλλο,
να το φοράω στο στήθος.
Την έβδομη νύχτα του Έρωτα
τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,
του Γενάρη ξερόκλαδο, ριγμένο στο δρόμο.
Τον άνεμο τον μοίρασα
σ' εκείνους που 'χαν τα χέρια
αδειανά από όνειρα
τον ουρανό για τα μάτια της θύελλας,
το σύννεφο της ηδονής
Την έβδομη νύχτα του Έρωτα
πουλιά λευκά με φτερά από μάλαμα
σκαλίζαν με το ράμφος τους τις θύμισες.
Αναμνήσεις ανάκατες με το νερό της θάλασσας
σπάζουν χαμηλά στ' ακροθαλάσσι.
Κι ο πόθος αχτίδα κάποιου ξεχασμένου γαλαξία
Όλος ο κόσμος έγινε κομμάτια της ψυχής μου,
λιοντάρι που βρυχάται καθώς ζυγώνει ο θάνατος.
Παραλοϊσμένα όνειρα με ζώνουν τα βράδια
κι εσύ ξυπόλητος,
με τη σκιά του χαλασμού στα μάτια,
μπροστά μου χόρευες γυμνός
τις νύχτες της πανσέληνου.
Την έβδομη νύχτα του Έρωτα
του γιασεμιού το άρωμα το ντύθηκα,
τη μοναξιά την τσάκισα στα δύο,
του Γενάρη ξερόκλαδο ριγμένο στο δρόμο.
Μόνο τ' αστέρι κράτησα,
δάκρυ χρυσό,
ανάμεσα στα μάτια.
Μάγια Μποντζώρλου
Από την ποιητική συλλογή "ΟΝΕΙΡΟ"
Επιθυμίες κι όνειρα
φυσάν
έξω απ’ τα κλεισμένα παράθυρα..
Τι αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε;
Μονάχα η ελπίδα
γυρνάει τον τροχό του χρόνου
φωτεινή χαραυγή
σ' ανταριασμένη νύχτα.
Ζέφυρος η ελπίδα
το μεσοκαλόκαιρο,
αγαπημένου χάιδεμα,
ερωτική προσμονή.
Αλόγου χλιμίντρισμα
η ελπίδα
το σώμα ξεσηκώνει
που κοιμάται.
Τι κι αν έξω αντηχήσαν οι σάλπιγγες,
πάνω στα καλντερίμια,
μέσα στην πόλη...
Μονάχα τον απόηχό τους ακούω
τα μεσάνυχτα.
Δεν αξίζει ζωή που δε δοκιμάστηκε.
Χαρταετός πολύχρωμος η ελπίδα,
που πέταξα όταν ήμουνα παιδί
για να τον ψάχνω ακόμα.
Μάγια Μποντζώρλου
Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
Δε φτάνει ο χρόνος
να μετρήσεις τ’ αστέρια
όταν ο θάνατος είναι στο κατόπι σου.
Χρόνο δεν έχεις να βουτήξεις στα κύματα,
ούτε ν’ ακολουθήσεις τα χελιδόνια.
Όσο πιο πολύ σπαθίζουν
πάνω απ’ το κεφάλι σου
τόσο πιο πολύ καταλαβαίνεις πως δεν έχεις χρόνο.
Όσο προφταίνεις όμως φτιάξε
το δικό σου γαλαξία
απ’ τις πεταλούδες της άνοιξης,
τότε που τα όνειρα,
φεγγάρια ολόγιομα,
φώτιζαν την ψυχή σου.
Όσο πιο πολλές οι πεταλούδες
τόσο πιο λαμπρός ο γαλαξίας σου
κι άσε το θάνατο
να έρχεται από πίσω.
~~~~~
Σ’ άδειους δρόμους μ’ οδηγάει η ζωή,
όμως οι νύχτες μου
φωτίζονται με κοραλλένια αστέρια.
Μάγια Μποντζώρλου
Ανθολογία ποιητικού και πεζού λόγου "ΜΗ ΒΙΑ"
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
Τι θα ‘χει μείνει
όταν η πασχαλιά
χάσει τ’ άρωμά της;
Τι θα ‘χει μείνει
από τα μάτια
που έκλαψαν;
Πεζή σ’ ακολούθησα
στη χώρα της θύελλας.
Η μορφή σου,
σκαλισμένη στα σύννεφα,
στοίχειωνε τη μέρα.
Στάχτη στον άνεμο ο πόθος
πάν’ απ’ τις ανεμώνες,
που ζωγραφίσαμε
στην άκρη του ορίζοντα..
Τσιγγάνοι τραγουδούσαν
το τραγούδι μας
πάνω από θάλασσες του Φθινοπώρου
κι ο έρωτας,
φτερό του καρχαρία,
να σκίζει το Άπειρο.
Μάγια Μποντζώρλου
<ΜΗ ΒΙΑ>>
εκδ. ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009
***
YG.ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΜΕΙΛ, ΔΕΝ ΙΣΧΥΕΙ!
***
*** Βιντεάκια της μπάρας, του τότε blog *** https://www.youtube.com/watch?v=vnhuxghbwcg&feature=emb_logo sabbato 19-6-10 xnaria1 015.av...